μικρόφωνο

μικρόφωνο
microphone

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — το (φυσ.), ηλεκτρική συσκευή που ενισχύει την ένταση του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …   Dictionary of Greek

  • μικροφωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικρόφωνο 2. φρ. α) «μικροφωνικό ρεύμα» (ηλεκτρον.) ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται ή διαμορφώνεται από ένα μικρόφωνο β) «μικροφωνικό φαινόμενο» το φαινόμενο Λάρσεν, αλλ. μικροφωνισμός. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • υψηλή πιστότητα — (απόδοση της αγγλικής έκφρασης High Fidelity, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά HiFi). Στην ηλεκτροακουστική, η πιστή απόδοση μιας διάταξης αναπαραγωγής του ήχου (μικρόφωνο, πικάπ, μαγνητόφωνο, ενισχυτής κλπ.), στην οποία η μορφή του σήματος… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Mazonakis — Infobox Musical artist Img size = 150 Name = Giorgos Mazonakis Γιώργος Μαζωνάκης Yiorgos Mazonakis |Img capt = Background = solo singer Born = Died = Genre = Modern Laika, Pop, dance Years active = 1993 present Label = Universal Music (1993 2001) …   Wikipedia

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia

  • Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”